Επιληψία: Συμπτώματα, Διάγνωση και Θεραπευτική προσέγγιση
Η επιληπτική κρίση είναι γνωστό φαινόμενο από αρχαιοτάτων χρόνων, οι πρώτες περιγραφές απαντώνται περί 4000 Π.Χ. Η γλωσσική ριζά είναι από το αρχαίο ελληνικό ρήμα καταλαμβάνω επιλαμβάνομαι, προσβάλλω.
Αποτελεί ένα παροξυσμικό συμβάν, που προκύπτει από παθολογική, υπερβολική και υπερσύγχρονη εκφόρτιση μιας συνάθροισης νευρώνων του ΚΝΣ. Ανάλογα με την κατανομή των εκφορτίσεων αυτών η παθολογική δραστηριότητα του ΚΝΣ που μεταφράζεται ως η κλινική εκδήλωση, παρουσιάζεται από υποκλινικά αμβληχρά φαινόμενα που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από τον παρατηρητή έως δραματικές κλινικές εκδηλώσεις με κινητικά φαινόμενα και επαπειλούμενο αεραγωγό.
Πλήθος παραγόντων επηρεάζουν την επίπτωση και τον επιπολασμό των επιληπτικών κρίσεων. Ποσοστό περίπου 5% έως 10% του πληθυσμού μπορεί να εμφανίσει τουλάχιστον μια επιληπτική κρίση. Συχνότερα εμφανίζεται στην ηλικιακή ομάδα των παιδιών και στην όψιμη ενήλικη ζωή.
Ο όρος επιληψία σε αντίθεση με την επιληπτική κρίση περιγράφει μια κατάσταση υποτροπιαζόντων επιληπτικών κρίσεων, που οφείλονται σε χρόνια υποκείμενη διαταραχή. Ένα άτομο που παρουσιάζει μια μεμονωμένη επιληπτική κρίση ή υποτροπιάζουσες επιληπτικές κρίσεις που οφείλονται σε προλαμβανόμενες ή αναστρέψιμες καταστάσεις δεν θεωρείται πάσχων επιληψίας .
Επιληπτικό σύνδρομο ορίζεται ως το σύνολο των χαρακτηριστικών με πρωταρχών σύμπτωμα τις επαναλαμβανόμενες επιληπτικές κρίσεις, των οποίων κλινικά και παθολογοανατομικά χαρακτηριστικά είναι ευδιάκριτα και υποδηλώνουν συγκεκριμένη υποκείμενη αιτία.
Η επίπτωση της επιληψίας είναι 0,3% με 0,5% σε διαφορετικούς πληθυσμούς παγκοσμίως, ενώ ο επιπολασμός είναι 5 με 10 άτομα στο 1000.
Σημεία και Συμπτώματα
Τα χαρακτηριστικά των κρίσεων ποικίλλουν και εξαρτώνται από την εντόπιση στον εγκέφαλο που άρχεται η διαταραχή και πόσο μακριά εξαπλώνεται. Παρουσιάζονται παροξυσμικά συμπτώματα, όπως απώλεια της επίγνωσης ή της συνείδησης, και διαταραχές της κίνησης, της αίσθησης (συμπεριλαμβανομένης της όρασης, της ακοής και της γεύσης), της διάθεσης ή άλλων γνωστικών λειτουργιών.
Τα άτομα με επιληψία είναι επιρρεπείς και σε συστηματικές παθολογικές καταστάσεις (όπως κατάγματα και μώλωπες από τραυματισμούς που σχετίζονται με επιληπτικές κρίσεις), καθώς και υψηλότερα ποσοστά νοσηρότητας στην ψυχολογική σφαίρα, συμπεριλαμβανομένου του άγχους και της κατάθλιψης.
Αίτια Επιληψίας
Πολλοί μηχανισμοί υποκείμενης νόσου μπορούν να οδηγήσουν σε επιληψία, η αιτία της νόσου είναι ακόμα άγνωστη στο 50% περίπου των περιπτώσεων παγκοσμίως. Τα αίτια της επιληψίας χωρίζονται στις ακόλουθες κατηγορίες: δομικά, γενετικά, λοιμώδη, μεταβολικά, ανοσοποιητικά και ιδιοπαθή . Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν:
Εγκεφαλική εστιακή βλάβη από προγεννητικά ή περιγεννητικά αίτια (π.χ. απώλεια οξυγόνου ή τραύμα κατά τη γέννηση, χαμηλό βάρος γέννησης)
Συγγενείς ανωμαλίες ή γενετικές παθήσεις με συναφείς εγκεφαλικές δυσπλασίες
Σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση
Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο
Λοίμωξη του εγκεφάλου όπως μηνιγγοεγκεφαλίτιδα ,παρασιτική λοίμωξη ΚΝΣ
Σύνδρομα γενετικής αρχής
Όγκοι εγκεφάλου(καλοήθης, κακοήθης και μεταστατικοί)
Αρχές Θεραπευτικής Προσέγγισης της Επιληψίας
Η θεραπευτική προσέγγιση ενός ασθενούς με επιληπτικές κρίσεις είναι πολυπαραγοντική και περιλαμβάνει πρωτίστως την αντιμετώπιση τυχών υποκείμενων διαταραχών που προκαλούν ή συμβάλλουν στην εκδήλωση των επιληπτικών κρίσεων.
Σημαντικό μέρος της θεραπευτικής προσέγγισης είναι η αποφυγή εκλυτικών παραγόντων. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν καταστάσεις που μπορεί να μειώσουν την ουδό των επιληπτικών κρίσεων.
Οι συχνότερες καταστάσεις είναι η στέρηση ύπνου, η κατανάλωση ή η απότομη μείωση αλκοόλ, ή καταστάσεις που μπορούν να πυροδοτήσουν ένα συγκεκριμένο είδος κρίσεων (αντανακλαστική επιληψία).
Ο σκοπός της έναρξης της αντιεπιληπτικής αγωγής είναι ο έλεγχος των κρίσεων με την ειδική φαρμακευτική αγωγή με όσο το δυνατόν ελάσσονες παρενέργειες. Γενικότερα κατά κανόνα ισχύει ότι άνευ εστιακής βλάβης να αποφεύγεται η έναρξη αγωγής στην πρώτη επιληπτική κρίση. Η ταυτοποίηση του είδους των σπασμών και η ταξινόμηση τους είναι σημαντική για την έναρξη αγωγής.
Εάν μια φαρμακευτική ουσία δεν ρυθμίζει επαρκώς τους σπασμούς γίνεται αρχικά αύξηση της δόσης. Εάν συνεχίζει και είναι αναποτελεσματική ή αν παρουσιαστούν μη ανεχτές παρενέργειες, προστίθεται δεύτερο φάρμακο με σκοπό την μείωση σε όσο το δυνατόν μικρότερη δόση ή αν δύναται και η πλήρη απόσυρση του φαρμάκου.
Γενικά έχει παρατηρηθεί ότι πέραν της τριπλής αγωγής οποιαδήποτε προσθήκη φαρμάκου έχει περιορισμένα οφέλη στην ρύθμιση των κρίσεων.
Η θεραπεία ακολουθείται για τουλάχιστον τρία έτη και η διακοπή της αγωγής προγραμματίζεται σταδιακά εάν ο ασθενής είναι ελεύθερος σπασμών από τριετίας και αν η αίτια ή η εντόπιση των σπασμών το επιτρέπει.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν σε περίπτωση θήλεος ασθενούς στην επιλογή του φαρμάκου είναι οι τυχών φαρμακευτικές παρενέργειες τερατογέννεσης.
Πότε να δείτε γιατρό:
Ζητήστε άμεση ιατρική βοήθεια εάν συμβεί κάποιο από τα ακόλουθα:
Η κρίση διαρκεί περισσότερο από πέντε λεπτά
Η αναπνοή ή η συνείδηση δεν επανέρχονται μετά τη διακοπή της κρίσης
Αμέσως ακολουθεί δεύτερη κρίση
Έχετε υψηλό πυρετό
Είστε έγκυος
Έχετε διαβήτη
Έχετε τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της κρίσης
Συνεχίζετε να έχετε κρίσεις παρόλο που παίρνετε αντισπασμωδικά φάρμακα
Εάν εμφανίσετε κρίση για πρώτη φορά, ζητήστε ιατρική συμβουλή.
Κλειώ Δασκαλάκη, Νευρολόγος, Επιμελήτρια Νευρολογικής Κλινικής, ΙΑΣΩ Γενική Κλινική